-
1 тройка
[τρόικα] ουσέ-θ. τρία -
2 тройка
[τρόικα] ουσέ-θ. τρία -
3 тройка
тройка ж 1) (цифра ) το τρία 2) (отметка ) το τριάρι 3) (лошадей ) η τρόικα* * *ж1) ( цифра) το τρία2) ( отметка) το τριάρι3) ( лошадей) η τρόικα -
4 тройка
тройкаж1. (цифра) τά τρία·2. (в картах) ἡ τριάρα, τό τριάρι·3. (лошадей) ἡ τρόικα·4. (отметка) τό τρία, τό τριάρι·5. (костюм) разг ἡ φορεσιά, τό κοστοῦμι μέ γιλέκο. -
5 перекладной
επ.αντικαταστώμενος, αλλασσόμενος (στους ταχυδρ. σταθμούς)•-ая тройка αντικαταστημένη τρόικα.
|| ουσ. перекладнойая κ. (συχνότερα)•- ые πλθ. ταχυδρ. αμάξι με άλογα.
-
6 тройка
-и, γεν. πλθ. троек, δοτ. тройкам θ.1. τρία, ο αριθμός 3• написать -у γράφω τον αριθμό τρία.2. ο σχολικός βαθμός τρία (3).3. το τριάρι, το τρία (παιγνιόχαρτο, ζάρι κ.τ.τ.).4. η τρόικα (αμάξι με τρία άλογα• τα τρία άλογα του αμαξιού).5. τριάδα, τριμελής επιτροπή ή τριμελές όργανο.6. κοστούμι από τρία μέρη: σακκάκι, παντελόνι, γιλέκο ή γυναικείο ταγέρ ι: σακκάκι, φούστα, γιλέκο. -
7 удалой
-ая, -ое κ. удалый, βρ: удал, -а, -о, επ. γενναίος, ανδρείος, αντρειωμένος, άφοβος, ατρόμητος• παλικαρίσιος•удалой парень παλικάρι•
-ая песня λεβέντικο τραγούδι•
-ое лицо παλικαρίσιο πρόσωπο.
|| ορμητικός, ακάθεκτος•-ая тройка ακάθεκτη τρόικα.
См. также в других словарях:
τρόικα — η, Ν 1. ρωσική άμαξα ή έλκηθρο που σύρεται από τρία άλογα 2. μτφ. πολιτική τριανδρία, τριμερής διοίκηση ή τριμερής αντιπροσωπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. troĭka < troe «τρεις»] … Dictionary of Greek
τρόικα — η ρωσικό όχημα σαν έλκηθρο που το σέρνουν τρία άλογα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Abas (Schriftsteller) — Abas war ein antiker Historiker, der das Werk Troika (Τροικά) verfasste. Ein Fragment dieses Werkes wird vom Vergil Kommentator Servius (zu Aeneis 9,264) überliefert. Eduard Schwartz hielt es für unwahrscheinlich, dass dieser Abas mit dem… … Deutsch Wikipedia
2010–2011 Greek protests — Part of the European sovereign debt crisis and the impact of the Arab Spring[1][2] … Wikipedia
Άμστερνταμ — (Amsterdam).Πόλη (735.668 κάτ. το 2002) της Ολλανδίας, πρωτεύουσα του βασιλείου των Κάτω Χωρών, χτισμένη στη συμβολή του ποταμού Άμστελ (Άμστερνταμ σημαίνει στα φλαμανδικά, φράγμα του Άμστελ) με τον Οζ, (σε μια κόλπωση στο ΒΔ άκρο της λίμνης… … Dictionary of Greek
Στάλιν, Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς — (ψευδώνυμο του Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι). Σοβιετικός πολιτικός (Γκόρι, Γεωργία 1879 Μόσχα 1953). Αφού τον απέβαλαν το 1899 από την ιερατική σχολή εξαιτίας της συμμετοχής του σε μια πατριωτική και σοσιαλιστική οργάνωση, ο Σ. αφοσιώθηκε σε … Dictionary of Greek